- σύμπλεγμα
- Όρος, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή γλώσσα, μολονότι όχι ακριβολογημένα, για να δείξει την παρουσία αισθημάτων συνειδητών, δυσάρεστων και γεμάτων άγχος, που αφορούν εμάς τους ίδιους ή που αποδίνονται σε άλλους («έχω ένα σωρό συμπλέγματα», «έχει σύμπλεγμα κατωτερότητας»)· τα συναισθήματα αυτά δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει θεληματικά. Στην ψυχολογία, ο όρος σ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το Γιουνγκ με παραπλήσια σημασία. Στην κατοπινή εξέλιξη της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο όρος κατάληξε να πάρει τη σημασία μιας ομάδας ενστικτωδών τάσεων, που, με τον έντονα συναισθηματικό και δυσάρεστο τόνο που τις συνοδεύει, γίνονται ανυπόφορες στο επίπεδο της συνείδησης και για το λόγο αυτό απωθούνται στο υποσυνείδητο.
Όταν δεν παρεμβαίνουν άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί, ικανοί να χαλαρώσουν την πίεση που έχει συσσωρευθεί με τον τρόπο αυτό, θα έχουμε συμπεριφορές που θα απέχουν περισσότερο ή λιγότερο από τις κανονικές και θα γίνει λόγος για σ. «που δε λύθηκε». Το γνωστότερο σ. είναι το «οιδιπόδειο», το πρώτο που επισήμανε ο Φρόιντ: το σ. αυτό αντιπροσωπεύει ένα επεισόδιο της κανονικής ανάπτυξης, κοινό σε όλους, και δεν προκαλεί αναγκαστικά νοσηρές συμπεριφορές, γιατί, κανονικά, «λύεται» με το μηχανισμό της «εξύψωσης». Το οιδιπόδειο σ. είναι μια έκφραση του τύπου κοινωνικοσυναισθηματικής σχέσης που υπάρχει, στο δυτικό πολιτισμό, μεταξύ του παιδιού και των γονέων του. Χαρακτηρίζεται από αποκλειστικό και κατακτητικό έρωτα για το γεννήτορα του αντίθετου φύλου και από εχθρότητα για τον γεννήτορα του ίδιου φύλου. Το οιδιπόδειο σ., που αποκορυφώνεται γύρω στην ηλικία των 5 ετών, «λύεται» με τον μηχανισμό της εξύψωσης: την εχθρότητα προς το γονέα του ίδιου φύλου αντικαθιστά η διαδικασία του ταυτισμού, και η αποκλειστική και κατακτητική αγάπη προς τον γονέα του αντίθετου φύλου μετατρέπεται σε φυσιολογική μητρική στοργή.
* * *το, ΝΑ [συμπλέκω]1. καθετί που έχει προέλθει από πλοκή δύο ή περισσότερων πραγμάτων, το αποτέλεσμα τού συμπλέκω2. ζωγραφική ή γλυπτή παράσταση με πρόσωπα, ζώα ή φυτά συμπλεγμένα μεταξύ τους («το σύμπλεγμα τού Λαοκόοντος»)νεοελλ.1. ενιαία παράσταση δύο ή περισσότερων κεφαλαίων γραμμάτων πλεγμένων μεταξύ τους σε μονόγραμμα2. σύστημα διακλαδώσεων δρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, ποταμών, αγωγών3. γεωλ. λιθοστρωματογραφική ενότητα που περιλαμβάνει διάφορους τύπους πετρωμάτων και χαρακτηρίζεται από πολύ περιπλεγμένη δομή4. (κατά τη θεωρία τής ψυχανάλυσης) σύνολο ασύνειδων τάσεων τής προσωπικότητας ενός ατόμου, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί στη βάση ορισμένων οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων, σύνολο που επηρεάζει με τη σειρά του τα συναισθήματα και τη μετέπειτα συμπεριφορά τού ατόμου5. φρ. α) «σύμπλεγμα κατωτερότητας» — βλ. κατωτερότηταβ) «οιδιπόδειο σύμπλεγμα» — βλ. οιδιπόδειοςγ) «γωνιώδες σύμπλεγμα»(αρχιτ.-δομ.) διάταξη τών κυβολίθων ή τών πλίνθων στις γωνίες τής τοιχοδομής κατά τρόπο ώστε να μη συμπίπτουν οι αρμοί τών επάλληλων στρώσεων και να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη στερεότητα.
Dictionary of Greek. 2013.